- διατοξεύω
- διατοξεύω (AM) [τοξεύω]μέσ. παραβγαίνω στο τόξο, στη σαΐτα(«Ἀλέξανδρος ἀποθνήσκει Φιλοκτήτη διατοξευόμενος»)αρχ.1. ρίχνω βέλη2. (για λόγους) απευθύνομαι ξαφνικά σε κάποιον («λόγον ἐπίκουρον τῷ Θεαγένει διετόξευσεν»).
Dictionary of Greek. 2013.